παλαιόπτερα

παλαιόπτερα
Πτερυγωτά έντομα, που χαρακτηρίζονται από την κάθετη προς το σώμα θέση των φτερών τους, κατά την ανάπαυση. Τα π. ανήκουν σε 2 τάξεις: στα εφημεροειδή, και στα ψευδονευρόπτερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλαιόπτερος — η, ο ζωολ. 1. όρος που αναφέρεται σε κάθε πτερυγωτό έντομο τού οποίου τα φτερά παραμένουν πάντοτε ανοιχτά, τόσο σε κατάσταση ηρεμίας τού εντόμου όσο και κατά την πτήση του, χωρίς να αναδιπλώνονται ποτέ προς τα πίσω 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”